πεθαμός — ο 1. θάνατος. 2. μτφ., υπερβολική ταλαιπωρία, πολύς κόπος, μαρτύριο: Η καπνοφύτευση σε μέρες ξηρασίας είναι πεθαμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
αδικοπεθαμός — ο άδικος θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + πεθαμός] … Dictionary of Greek
αποθαμός — κ. απεθαμός, ο (Μ ἀποθαμός) [αποθαίνω] ο θάνατος νεοελλ. πεθαμός, ξεθεωμός, μεγάλη ταλαιπωρία … Dictionary of Greek
εκπνοή — η 1. η δεύτερη φάση της αναπνοής, όπου γίνεται η εξαγωγή του αέρα (πνοής) από τα αναπνευστικά όργανα. 2. μτφ., ξεψύχισμα, θάνατος, πεθαμός. 3. (για προθεσμίες), λήξη, τέρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεψύχισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεψυχώ, επιθανάτια στιγμή, πεθαμός: Μύρια βλέπουν στα όνειρά τους ξεψυχίσματα του εχθρού (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)